κλασμάτωση

κλασμάτωση
η
χημ. διεργασία που εφαρμόζεται στην αναλυτική χημεία και στη χημική βιομηχανία για την άμεση χημική ανάλυση ή για τον διαχωρισμό τών συστατικών ενός μίγματος και η οποία βασίζεται στη διαφορά ορισμένων φυσικών ιδιοτήτων που παρουσιάζουν τα συστατικά αυτά, όπως είναι η διαλυτότητα, τα σημεία τήξης ή ζέσης, η απορρόφηση, η κρυστάλλωση κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κλασματῶ (< κλάσμα, -τος). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fractionation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νεοδύμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Nd. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, στην οικογένεια των Λανθανιδών. Έχει σύμβολο, ατομικό αριθμό 60, ατομικό βάρος 144,27 και επτά ισότοπα. Απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1885 από τον Άουερ φον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”