- κλασμάτωση
- ηχημ. διεργασία που εφαρμόζεται στην αναλυτική χημεία και στη χημική βιομηχανία για την άμεση χημική ανάλυση ή για τον διαχωρισμό τών συστατικών ενός μίγματος και η οποία βασίζεται στη διαφορά ορισμένων φυσικών ιδιοτήτων που παρουσιάζουν τα συστατικά αυτά, όπως είναι η διαλυτότητα, τα σημεία τήξης ή ζέσης, η απορρόφηση, η κρυστάλλωση κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κλασματῶ (< κλάσμα, -τος). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fractionation].
Dictionary of Greek. 2013.